-
1 скорый
επ., βρ: скор, -а, -о.1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•скорый шаг γοργό βήμα•
-ое движение γρήγορη κίνηση•
скорый поезд ταχεία αμαξοστοιχία•
он скор на работе αυτός είναι γρήγορος στη δουλειά (δουλεύει γρήγορα).
|| ανυπόμονος, βιαστικός.2. προσεχής, σύντομος•в -ом времени σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο;•
до -го свидания γρήγορα ν' ανταμώσουμε.
εκφρ.- ая помощь – α) πρώτη ιατρική βοήθεια, β) το αυτοκίνητο της υγιεινής περίθαλψης ή των πρώτων βοηθειών; скорый κ. скор на ногу ελαφροπόδαρος, γοργοπόδαρος: скорый κ. скор на руку απλ. α) σβέλτος στη δουλειά, β) καβγατζής•на -ую руку – στα πρόχειρα, στα γρήγορα, στα πεταχτά. -
2 скорый
скор||ыйприл1. (быстрый) γοργός, γρήγορος, ταχύς:\скорый ход ἡ ταχυπορία· \скорыйыми шагами μέ γρήγορα βήματα·2. (близкий по времени) προσεχής, σύντομος:в \скорыйом времени σύντομα, σέ λίγον καιρό, ἐντός ὁλίγου, μετ' ὁλίγον ◊ \скорый поезд ἡ ταχεία (αμαξοστοιχία)· \скорыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· на \скорыйую ру́ку πρόχειρα, στά γρήγορα, στά πεταχτά· до \скорыйого свидания! καλή ἀντάμωση! -
3 ταχεία
η скорый поезд; экспресс -
4 поезд
η αμαξοστοιχία, ο (σιδηροδρομικός) συρμόςразг. το τρένο (ξεν.)санитарный - υγειονομική -, νοσοκομειακή -товарный - το φορτηγό τρένο, η εμπορική αμαξοστοιχία (για μεταφορά ζώωνκαυσίμων κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поезд
-
5 поезд
поезд м το τρένο· скорый \поезд η ταχεία· \поезд-экспресс το εξπρές* \поезда дальнего следования τα τρένα μακράς διαδρομής· товарный \поезд το εμπορικό τρένο* * *мτο τρένοско́рый по́езд — η ταχεία
по́езд-экспре́сс — το εξπρές
поезда́ да́льнего сле́дования — τα τρένα μακράς διαδρομής
това́рный по́езд — το εμπορικό τρένο
-
6 поезд
поездм ἡ ἀμαξοστοιχία, τό τραίνο / τό ἐξπρές (экспресс):товарный \поезд τό φορτηγό τραίνο· пассажирский \поезд τό ἐπιβατικό τραίνο, ἡ ἐπιβατική ἀμαξοστοιχίά скорый \поезд ἡ ταχεία ἀμαξοστοιχία· курьерский \поезд ἡ ταχεία (αμαξοστοιχία)· пригородный \поезд τό τραίνο τῶν προασ-τείων \поезд отходит в час дня τό τραίνο φεύγει στις 1 τό μεσημέρι. -
7 ταχύς
εία, ύ быстрый; скорый, поспешный; быстроходный (о судне); скоростной (о самолёте);η ταχεία (αμαξοστοιχία) скорый поезд; экспресс -
8 αμαξοστοιχία
η поезд, железнодорожный состав;ηλεκτρική αμαξοστοιχία — электропоезд; — электричка (разг);
αμαξοστοιχία επιβατική (εμπορική) — пассажирский (товарный) поезд;
αμαξοστοιχία ταχεία — скорый поезд; — экспресс